Το να φύγεις στην καλύτερη φάση της καριέρας σου από μία ομάδα που τα έχει πάρει όλα (Ολυμπιακός) και να πας κάπου στο άγνωστο (Μπόλτον) είναι δύσκολο. Είναι απόφαση ζωής. Λίγοι θα το έκαναν. Ακόμη λιγότεροι θα τα κατάφερναν. Ωστόσο, σε κάθε κανόνα υπάρχει μία εξαίρεση. Σε αυτούς ανήκει και ο Στέλιος Γιαννακόπουλος.
Ο παλαίμαχος μεσοεπιθετικός δεν μετάνιωσε στιγμή που άφησε τα σίγουρα για την πρόκληση της Πρέμιερ Λιγκ. Ήθελε να δει από κοντά πως είναι το “big stage”. Να παίξει κόντρα στους καλύτερους παίκτες του κόσμου και παράλληλα για να γίνει και εκείνος καλύτερος. Δεν το μετάνιωσε στιγμή. Ακόμη και όταν έβλεπε κάθε μέρα τον μουντό και συννεφιασμένο καιρό του Μπόλτον.
Η πορεία του άλλωστε στα αγγλικά γήπεδα η καλύτερη απάντηση σε όλους εκείνους που δεν τον πίστεψαν. Εκείνος ποτέ δεν έπαψε να ξέρει τι θέλει και πως να φτάσει εκεί που σκεφτόταν όταν ακόμη έπαιζε με τους φίλους του στις αλάνες της Καισαριανής.
(Για όποιον έχασε το part 1 μπορεί να το βρει εδώ)
Αναλυτικά όλα όσα είπε στον Άγγελο Κατσιδήμα και τον Θέμη Λιουδάκη ο Στέλιος Γιαννακόπουλος:
-Υπήρξαν συμπαίκτες σου πριν πας στην Μπόλτον να σου πουν ότι λόγω σωματοδομής ή λόγω στιλ παιχνιδιού πρέπει να πας ή να μην πας εκεί;
“Είχα αρκετές συνομιλίες με τον Νίκο Νταμπίζα, ο οποίος με προέτρεψε να κάνω το βήμα. Μιας και ήξερε και ξέρει πολύ καλά τον χαρακτήρα μου και μου είπε ότι αν μπω στον συγκεκριμένο τρόπο παιχνιδιού και ότι αν δουλέψω και γίνω πιο δυνατός και πιο γρήγορος σε σκέψη, τότε μπορώ να πετύχω. Κανένας δεν μου είπε να μην το κάνω”.
-Για το εκτός έδρας γκολ με την Εθνική κόντρα στην Ισπανία:
“7 Ιουνίου του 2003. Ήταν ένα παιχνίδι που όλοι μας είχαν ξεγράψει. Είχαμε χάσει και στο πρώτο ματς στην έδρα μας. Πήγαμε να τα παίξουμε όλα για όλα. Κανείς δεν πίστευε σε εμάς και ότι μπορούμε να κάνουμε μία τέτοια ζημιά, παρά μόνο εμείς. Μεταξύ μας λέγαμε ότι πάμε να δώσουμε τη μάχη μας και να δώσουμε ό,τι έχουμε και να φύγουμε με ψηλά το κεφάλι”.
-Πόσο καλά θυμάσαι τη στιγμή του γκολ;
“Την θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Όπως έχω πει και σε άλλες συνεντεύξεις πρόκειται για μια κίνηση που είναι πολύ καλά δουλεμένη στην προπόνηση όλη την προηγούμενη εβδομάδα με τον κόουτς. Είναι το πρώτο παιχνίδι που παίζω από τα αριστερά, ώστε να γίνει η συγκεκριμένη φάση. Αυτό ήταν το πλάνο. Για να παίξω με ανάποδο πόδι.
Και κάπου εκεί προπονητικά παραδέχεσαι κάποιον τεχνικό. Μιας και το να καταστρώνει σε τέτοιο ματς με τέτοιο αντίπαλο ένα πλάνο και αυτό να του βγαίνει, τότε του βγάζεις το… καπέλο. Οπότε εκεί έγινε η μεγάλη ανατροπή και το μεγάλο ψυχολογικό μπουστάρισμα για την ομάδα. Απέναντι σε μία απίθανη Ισπανία. Τότε ήταν η στιγμή που καταλάβαμε σαν Εθνική ομάδα ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Το βλέπαμε στα μάτια τους ότι δεν μπορούσαν να το χωνέψουν ότι έχασαν από την Ελλάδα μέσα στην έδρα τους”.
-Για το πόσο σπουδαίο ήταν το 2004 για εκείνον τόσο σε εθνικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο:
“Ήταν μία πάρα πολύ καλή χρονιά για εμένα. Αλλά δεν ήμουν ο μόνος. Ήδη εγώ προερχόμουν από μία σεζόν γεμάτη στην Πρέμιερ Λιγκ με την Μπόλτον. Οπότε είχα αντιμετωπίσει δύο με τρεις φορές παίκτες όπως ήταν ο Τιερί Ανρί, ο Πατρίκ Βιεϊρά, ο Ρομπέρτ Πιρές, ο Φραν Λάμπαρντ, ο Στίβεν Τζέραρντ και άλλους πολλούς. Όταν παίζεις τόσο συχνά μαζί τους κατά ένα μεγάλο ποσοστό τους απομυθοποιείς. Και βλέπεις ότι είσαι και εσύ στο ίδιο επίπεδο μαζί τους. Δεν είναι μόνο μία φορά το χρόνο στο Τσάμπιονς Λιγκ, όπου μπορεί και είναι κάπως φυσιολογικό να είσαι “ψαρωμένος” όταν τους βλέπεις.
Όταν είσαι στην Αγγλία απομυθοποιείς πράγματα. Εγώ για παράδειγμα πέρναγα κάθε μέρα έξω από το “Ολντ Τράφορντ”, οπότε το έβλεπα διαφορετικά από ένα σημείο και έπειτα. Όλο αυτό βοηθάει πάρα πολύ, ώστε να τα δώσεις το κάτι παραπάνω και να πεις ότι έχω και εγώ τη δική μου αξία. Λίγο πιο μετά σταματά να έχεις δέος. Και μπορεί κάποιος από αυτούς να έχει βάλει ένα ωραίο γκολ, αλλά λες και εσύ “κοίτα και το δικό μου γκολ που έβαλα την περασμένη εβδομάδα”. Και όλο αυτό έρχεται και χτίζεται. Με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2005 που ήρθε η πρόταση της Λίβερπουλ, αλλά για κάποιους λόγους τότε δεν προχώρησε. Αυτό δείχνει ότι και εγώ κάνω πράγματα και όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν είσαι το “γατάκι” που στην αρχή νόμιζαν”.
-Πως σε υποδέχτηκαν στην Μπόλτον όταν πρωτοπήγες;
“Ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Ειδικά για έναν παίκτη που έρχεται από μία άλλη χώρα και μία εντελώς διαφορετική κουλτούρα. Όλοι με υποδέχτηκαν πολύ ωραία. Από τους παίκτες μέχρι και τους ανθρώπους που δούλευαν στο εστιατόριο! Όλοι με βοηθούσαν. Ειδικά στην αρχή που ήμουν στο ψάξιμο. Ακόμα και τα πιο απλά πράγματα θέλουν αρκετή προσπάθεια. Όλοι ήταν δίπλα μου. Και το βλέπει κανείς όταν κάνει το βήμα και μετά πρέπει να κάνει και αυτός το ίδιο, όπως του στάθηκαν μετά να σταθεί αυτός στους επόμενους”.
-Υπήρξε περίοδο “χάριτος” ή από την αρχή οι άνθρωποι της Μπόλτον περίμεναν πράγματα από εσένα;
“Όχι δεν περίμεναν πράγματα από εμένα με το που πάτησα το πόδι μου εκεί. Υπήρχε και υπάρχει η “περίοδος χάριτος” που είναι περίπου δύο μήνες, προκειμένου να μπεις στα πράγματα. Το ξέρουν γιατί είναι άλλες οι συνθήκες, άλλο το πρωτάθλημα, άλλες οι απαιτήσεις. Υπάρχουν και παίκτες που θέλουν παραπάνω χρόνο ή παίκτες που αγωνίστηκαν κατευθείαν και έπεσαν στα βαθιά. Εγώ ήμουν κάτι ενδιάμεσο. Χρειάστηκα λίγο χρόνο να μπω και από εκεί και πέρα αφού βρήκα τον ρυθμό μου και είδα τι απαιτείται έδειξα τι μπορούσα να κάνω”.
-Τι σου έκανε τρομερή εντύπωση εκεί που πήγες; Οι εγκαταστάσεις; Η νοοτροπία; Τα γήπεδα; Ο τρόπος σκέψης ή κάτι άλλο;
“Ξεκινώντας από τα γήπεδα βλέπει κανείς πως στην Αγγλία υπάρχουν τα καλύτερα γήπεδα του κόσμου. Από εκεί και πέρα ο τρόπος προπόνησης ή ο τρόπος εκγύμνασης ή ο τρόπος προετοιμασίας για το επόμενο παιχνίδι σε σχέση με αυτό που είχαμε στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό ήταν αρκετά διαφορετικό και αρκετά πιο καινούργιο. Σίγουρα πιο απαιτητικό. Και αυτό γιατί έπρεπε να αντέξεις στις απαιτήσεις του πρωταθλήματος, ώστε να μπορείς γρήγορα να μπεις στο πρωτάθλημά τους. Αλλά πρέπει να περάσεις σίγουρα αυτή την διαδικασία. Όποιος δεν περάσει αυτή τη διαδικασία και πει ότι θα κάνει το δικό του, τον απορρίπτει το ίδιο το σύστημα. Με χαμηλωμένο το κεφάλι και πληγωμένο τον εγωισμό ξαναγυρίζεις πίσω”.
-Γι’ αυτό το λόγο δεν έχουμε δει πολλούς Έλληνες ποδοσφαιριστές να ξεχωρίζουν σε κάποια αγγλική ομάδα και να μην έχουν τη διάρκεια που είχες εσύ;
“Η αλήθεια είναι ότι λίγοι ήταν εκείνοι που πραγματικά κατάφεραν πράγματα στο εξωτερικό. Γι’ αυτό το λόγο και εγώ αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και είμαι υπερήφανος για την πορεία μου στην Μπόλτον. Είναι πολύ δύσκολο να καθιερωθείς και να έχεις διάρκεια στην συγκεκριμένη θέση στο συγκεκριμένο πρωτάθλημα. Είναι πολύ πιο δύσκολο το επίπεδο, ώστε να φτάσεις και να επιβιώσεις. Πόσο μάλλον και να διακριθείς”.
-Ποιες στιγμές κρατάς από τη θητεία σου στην Μπόλτον;
“Φυσικά και υπάρχουν στιγμές που σου μένουν. Όπως μου έμειναν και από τον Ολυμπιακό όσο ήμουν παίκτης του. Για παράδειγμα δεν θα ξεχάσω ποτέ την στιγμή που ήμασταν με τον Ολυμπιακό σε ένα εκτός έδρας ματς κόντρα στον Ηρακλή στο “Καυταντζόγλειο” είναι ένα πέταλο με 4000-5000 φίλους του Ολυμπιακού και τότε βλέπω το σήμα στο στήθος και τον κόσμο πίσω. Και σκέφτηκα πόσο σημαντικό είναι να παίζεις στον Ολυμπιακό και ότι όλος αυτός ο κόσμος έχει έρθει εκεί για πάρτη μας. Κάπως έτσι συνειδητοποιείς το μέγεθος της φανέλας που φοράς.
Ακριβώς το ίδιο έκανα και στο ντεμπούτο μου με την Μπόλτον. Σε εκείνο το ματς εκτός από εμένα έκανε ντεμπούτο και ο Κριστιάνο Ρονάλντο με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν 16 Αυγούστου του 2003. Εγώ ήμουν βασικός και ο Κριστιάνο τότε που ήταν και πιτσιρικάς ήταν στον πάγκο της Γιουνάιτεντ και τον βάζει μέσα σαν αλλαγή. Εκείνη την ώρα θυμάμαι βλέπω το σήμα της Μπόλτον, το σήμα της Πρέμιερ Λιγκ με το λιοντάρι και σκέφτομαι “μεγάλε εδώ είμαστε”. Σε εκείνο το ματς ήταν 70.000 κόσμου. Ήταν τίγκα το γήπεδο. Αυτή είναι μία από εκείνες τις στιγμές που μου είχε μείνει αξέχαστη.
Την πρώτη μας χρονιά παίζουμε τελικό Κάρλινγκ Καπ με τη Μίντλεσμπρο στο Κάρντιφ με 100.000 κόσμου. Οι μισοί ήταν οπαδοί της Μπόλτον και οι άλλοι μισοί ήταν της Μίντλεσμπρο. Και όλα αυτά πριν πάω με την Εθνική στην Πορτογαλία. Μεγάλη στιγμή για την Μπόλτον και εμένα. Χάσαμε βέβαια, αλλά δεν μπορώ να μην το θυμάμαι το εν λόγω ματς. Μετά έχω να θυμάμαι το πρώτο μου γκολ κόντρα στην Άρσεναλ.
Όταν βάζεις γκολ και νικάει η ομάδα σου 1-0 γίνεσαι ακόμη πιο δημοφιλής. Και άντε πάλι πρέπει να έχεις χαμηλά την… μπάλα για να μην ξεφύγεις. Κατά κάποιο τρόπο… αυτομαστιγωνόμουνα. Έκανα προσπάθεια για να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Πιο μετά βγήκαμε Ευρώπη. Βάζω γκολ στη Μαρσέιγ γιατί είχα κάτι… χρωστούμενα στον Μπαρτέζ! Από ένα ματς στο ΟΑΚΑ μεταξύ Ολυμπιακού και Γιουνάιτεντ, όπου χάσαμε 2-0 και έχω χάσει ευκαιρία με τον Μπαρτέζ και του το… χρώσταγα από τότε. Και του το ξεπλήρωσα με το γκολ που έβαλα μέσα στη Μασσαλία με την Μπόλτον στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Ανέβηκε επίπεδο σε μόλις δύο χρόνια η ομάδα. Από εκεί που έπαιζε να παραμείνει στην κατηγορία έφτασε να είναι σε τελικό Λιγκ Καπ και να παίζει Ευρώπη”.
-Πως αισθάνεσαι που πλέον η Μπόλτον είναι τόσο χαμηλά;
“Η αλήθεια είναι ότι με λυπεί πολύ αυτό το γεγονός. Πριν από λίγο χρονικό διάστημα έμαθα ότι η ομάδα μπήκε σε καθεστώς εκκαθάρισης. Έγιναν πολλά διοικητικά λάθη. Και αυτά τα πληρώνει τώρα η ομάδα μέσα στο γήπεδο. Έγιναν πολλές σπατάλες. Λάθος χειρισμοί, λάθος επιλογές. Και όλα αυτά είχαν αντίκτυπο στο ποδοσφαιρικό κομμάτι. Έχω ακόμα και τώρα επαφές με την ομάδα.
Δεν σας κρύβω ότι κατά το παρελθόν προσπάθησα να μπω στην ομάδα σε ρόλο προπονητή. Αλλά και διοικητικά με ένα γκουπ δικό μου που ήθελε να αγοράσει την ομάδα. Την αγαπώ την ομάδα. Γι’ αυτό δεν λέω την “αγάπησα”. Την αγαπώ ακόμη και τώρα και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Εκεί πέρασα πέντε φανταστικά χρόνια. Με φοβερές στιγμές. Την αγάπη που νιώθω για τον Ολυμπιακό μπορώ να πω ότι τη νιώθω και για την Μπόλτον”.
-Ποιο δύσκολο ήταν το αντίο στον Ολυμπιακό ή στην Μπόλτον;
“Στεναχωρήθηκα και στα δύο εξίσου. Γιατί άφησα δύο μεγάλες αγάπες. Τις δύο μεγαλύτερες ποδοσφαιριστές αγάπες της καριέρας μου. Αλλά έτσι είναι η ζωή και το ποδόσφαιρο. Πρέπει να αποδέχεσαι με κάθε τρόπο ό,τι έρχεται και να γίνεσαι πιο δυνατός. Αυτό έχω κάνει και εγώ. Αυτά που έχω στο κεφάλι μου ή στην καρδιά μου δεν μπορεί να μου τα πάρει κανένας. Το ίδιο ισχύει και για εσάς, αλλά και για όλους τους ανθρώπους. Οπότε κρατάω αυτά τα υπέροχα χρόνια και προχωράμε”.
-Πως το βλέπεις το μέλλον της Μπόλτον από εδώ και πέρα;
“Κοίταξε να δεις. Πάντα υπάρχει και το… χειρότερο. Αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί κάποια ομάδα σαν την Μπόλτον μπορεί να πάει ακόμη πιο κάτω. Θα ήταν πολύ κρίμα. Νομίζω έρχονται τα καλύτερα γαι την ομάδα. Στον σύλλογο πλέον υπάρχουν άνθρωποι που βγάζουν υγεία και γίνονται κινήσεις για να βελτιωθεί η ομάδα. Τόσο στο κομμάτι του προπονητή όσο και στο κομμάτι των ποδοσφαιριστών”.
-Για τη σεζόν στην Πρέμιερ Λιγκ που μόλις έκλεισε;
“Η Πρέμιερ Λιγκ είναι ένα πρωτάθλημα που συνεχώς εξελίσσεται. Και εξηγούμαι. Το καλοκαίρι του 2003 μόλις είχα πάει στην Μπόλτον ο Αλαρντάις είχε φέρει σε εμάς την κρυοθεραπεία. Κάτι που δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Πλέον είναι παγκοσμίως γνωστή. Όταν εμείς το κάναμε αυτό το 2003, ομάδες όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν ήξεραν καν τι είναι αυτό. Στην Μπόλτον τότε κάναμε πράγματα που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή μας. Από ψυχολογία πριν ή μετά το ματς μέχρι και τρόπους για να προστατευτούμε από τραυματισμούς. Ο Αλαρντάις σε αυτό το κομμάτι ήταν πρωτοπόρος. Γι’ αυτό και έκανε τη διαφορά τόσο γρήγορα. Τότε είχαμε τις καλύτερες συνθήκες για δουλειά και ήμουν στο καλύτερο timing του συλλόγου.
Όλα αυτά απέφεραν καρπούς. Και θα σας δώσω ακόμη ένα παράδειγμα για να δείτε τι δουλειά γινόταν στην Μπόλτον εκείνη την εποχή. Υπήρχε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, όπου η ομάδα δεν ήταν καλά. Τόσο στο σωματικό κομμάτι όσο και στο ψυχολογικό. Αλλά όλα ξεκινάνε από τον εγκέφαλο. Αυτός είχε δώσει εντολή ότι είμαστε κουρασμένοι. Και το λέγαμε συνέχεια στον Αλαρντάις. Και τι έκανε τελικά και μας έστειλε… αδιάβαστους; Έφερε με λιάρ τζετ τον προσωπικό ψυχολόγο του Μάικλ Τζόρνταν από το Σικάγο!
Για εκείνη την ημέρα μας είχαν ειδοποιήσει ότι θα πηγαίναμε νωρίτερα στην προπόνηση. Στις 9 το πρωί, μιας και υπήρχε ομιλία. Δεν ξέραμε από ποιον. Στις 9 όλοι ήμασταν εκεί. Μπαίνουμε στην αίθουσα και βλέπουμε έναν τύπο που ήταν ντυμένος στην… τρίχα να μας περιμένει. Και ξεκινάει τις αναλύσεις του. Λίγο αργότερα μας ρωτάει πόσα παιχνίδια παίζουμε την εβδομάδα. Του λέμε ένα με δύο. Στη συνέχεια μας ρωτάει τι αποστάσεις κάνουμε. Λέμε για αποστάσεις που είναι 45 λεπτά με το αεροπλάνο ή δύο ώρες με το τρένο. Πιο μετά μας ρώτησε πόσες ώρες κάνουμε προπόνηση. Του λέμε 1,5 ώρα. Λίγο πιο μετά μας ρώτησε, όταν τα είχε σημειώσει όλα, αν κάνουν κάτι άλλο. Αν για παράδειγμα εργαζόμαστε και εκτός ομάδας ή αν σκάβουμε. Βάλαμε τα γέλια εμείς.
Μας ρώτησε αν τρεφόμαστε και αν κοιμόμαστε σωστά. Του απαντήσαμε θετικά. Και κάπου εκεί ξεκίνησε να μας μιλάει για τον Μάικλ Τζόρνταν. Ότι κάνει τέσσερις ώρες προπόνηση και όχι 1,5 όπως εμείς. Μετά μας έλεγε για τα ταξίδια που έκανε ο Μάικλ που ήταν 400.000 μίλια και οκτώ ώρες πτήση. Μετά μας ρώτησε πόσα ματς παίζουμε εμείς και μας απάντησε ότι ο Μάικλ έπαιζε μέρα παρά μέρα. Και όχι δύο με τρεις φορές το πολύ την εβδομάδα. Τότε μας είπε ότι αν τα κάναμε εμείς όλα αυτά που κάνει ο Μάικλ τότε θα ήμασταν με… ορό στο νοσοκομείο.
Και κάπου εκεί μας είπε ότι όταν αυτός και άλλοι ρωτάνε τον Μάικλ πως μπορεί και τα προλαβαίνει όλα, αφού πρέπει να είναι πολύ κουρασμένος τότε εκείνος ξέρετε τι απάντησε; “Δεν έχω χρόνο να είμαι κουρασμένος”. Μετά από αυτό έκλεισε την ομιλία του, έφυγε και έκλεισε την πόρτα. Με αυτή την ατάκα μας… έστειλε. Αυτό μας βοήθησε άμεσα να πάρουμε τα πάνω μας και να κάνουμε μερικές πολύ σημαντικές νίκες. Αλλά για να γίνουν αυτά πρέπει να έχεις τόσο το όραμα όσο και το μπάτζετ. Γι’ αυτό η Αγγλία είναι τόσο μπροστά. Μόνο εκεί μπορείς να δεις κάποια πράγματα”.
-Με ποιους από τους προπονητές που δούλεψες έδειξε να τον ενδιαφέρει περισσότερο ο άνθρωπος Γιαννακόπουλος και όχι τόσο πολύ ο ποδοσφαιριστής;
“Όλοι οι προπονητές μου έδωσαν πράγματα. Είτε στην Ελλάδα, είτε στην Αγγλία. Και θετικά, αλλά και αρνητικά. Όλα αυτά αργότερα αν τα βάλεις κάτω μπορώ να αποδεχτώ ή να απορρίψω πράγματα. Ειδικά τώρα που είμαι σε αυτή τη φάση. Άλλος είναι καλός στο πως διαχειρίζεται ένα ματς στα 90 λεπτά, άλλος στο πως αντιδρά από μία νίκη σε μία ήττα και πως προετοιμάζει την ομάδα. Άλλος είναι καλός στα αποδυτήρια. Άλλος τα κάνει όλα αυτά μαζί”
-Με ποιους προπονητές δεν μπορούσες να τα βρεις;.
“Εγώ είχα πρόβλημα επικοινωνίας με ελάχιστους προπονητές. Δεν θα ήθελα να αναφέρω ονόματα. Ωστόσο, με τον Αλαρντάις είχα πολύ καλή σχέση. Με βοήθησε πολύ στο παιχνίδι μου. Με τον Μπάγεβιτς είχα επίσης πολύ καλή επικοινωνία, όπως και με τον Λεμονή. Το ίδιο και με τον Ρεχάγκελ που ήταν αυτός που με βοήθησε να αλλάξω θέση και τρόπο παιχνιδιού στο ματς με την Ισπανία. Το είδε αυτό ο Αλαρντάις και το κόπιαρε. Το… κοπιάρισμα δεν το κάνεις μόνο σαν παίκτης, αλλά και σαν προπονητής.
Εγώ τώρα κοπιάρω Γκουαρντιόλα. Κοπιάρω Κλοπ. Κοπιάρω Μουρίνιο. Βάζω και μετά λίγο Στέλιο. Αλλά δεν σταματάω εκεί. Συνεχίζω να… σκάβω. Ψάχνω συνέχεια. Να δω τι έκανε ο ένας και άλλος. Να δω πως το έκανε αυτό ο Κλοπ ή ο Γκουαρντιόλα. Να δω και να καταλάβω γιατί πέτυχε ή απέτυχε πάνω σε κάτι”.
-Από τότε που δημιουργήθηκε η Πρέμιερ Λιγκ έχουν περάσει μερικά “ιερά τέρατα” της προπονητικής. Όπως ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ο Αρσέν Βενγκέρ, ο Ζοσέ Μουρίνιο και άλλοι. Αλλά με ποιον θα ήθελες να συνεργαστείς είτε ως παίκτης, είτε ως μέλος του τεχνικού τους τιμ;
“Με όλους! Γιατί απ’ όλους έχεις να πάρεις πράγματα. Από τον Μόγες, από τον Μπρους, από τον Χιουζ, από τον Πιούλις, τον Ντάουι. Όλοι αυτοί έχουν παρελθόν ένδοξο παρελθόν. Απ΄όλους μπορείς να πάρεις πράγματα. Κοιτάω και παρακολουθώ παντού, αλλά ένα κλικ παραπάνω στην Πρέμιερ Λιγκ, γιατί εκεί πιστεύω ότι είναι το υψηλότερο επίπεδο”.
-Ένα σχόλιο για τη φετινή χρονιά;
“Ήταν μία περίεργη χρονιά για όλους. Σε όλα τα πρωταθλήματα. Μη διαχειρίσιμη, γιατί κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για όλους. Η Λίβερπουλ ήταν η πιο σταθερή ομάδα, η ομάδα που έπαιξε καλύτερα για το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς. Ακόμη και το κομμάτι της διακοπής το διαχειρίστηκε πιο καλά απ’ όλους. Στο τέλος της ημέρας μπορώ να πω ότι έπαιξε το πιο direct ποδόσφαιρο. Πιο direct ακόμη και από τη Σίτι του Γκουαρντιόλα. Κάτι που το γνωρίζει και ο ίδιος ο Πεπ και προς τιμήν του το αναγνώρισε σε συνέντευξη Τύπου, όπου παραδέχτηκε το μεγαλείο της Λίβερπουλ και του Κλοπ.
Αυτό είναι το υψηλότερο επίπεδο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αξία του ηττημένου δίνει μεγαλύτερη αξία στους νικητές. Πιστεύω πως η Σίτι θα είναι την επόμενη σεζόν πιο καλή και πιο ανταγωνιστική σε σχέση με φέτος”.
-Πως μπορεί να πάει η νέα σεζόν;
“Όλες οι ομάδες θα ρίξουν πολλά χρήματα. Έχουν απίστευτα μπάτζετ. Μπορούν να πάρουν όποιον παίκτη θέλουν. Όλες. Από εκεί και πέρα είναι πάντα θέμα διαχείρισης. Και αν θα γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις, συγκεκριμένες “πινελιές”, εκεί όπου υπάρχει πρόβλημα.
Για παράδειγμα είδαμε πόσο σημαντική ήταν η προσθήκη του Φερνάντες στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και πόσο πολύ την άλλαξε. Μόνο από μόνο έναν παίκτη. Από προπονητικής άποψης εγώ θα ήθελα να δω δύο μπακ στη Γιουνάιτεντ, ένα στα αριστερά και ένα στα δεξιά, όπως έχει η Λίβερπουλ τους Αλεξάντερ Άρνολντ και Άντριου Ρόμπερτσον, πόσο σεταρίσματα για γκολ τα έκαναν.
Παίκτες όπως ο Ντε Μπρούιν ή ο Στέρλινγκ είναι εκείνοι που με μερικές καλές εμφανίσεις τους μπορεί να δώσουν… δώρο ένα πρωτάθλημα. Όταν έχεις παίκτες σαν τον Φαν Ντάικ, τον Μανέ και τον Σαλάχ μπορεί να κάνεις τη διαφορά. Όλοι είναι ηγέτες στις θέσεις τους. Και οι μικρές λεπτομέρειες είναι εκείνες που κάνουν στο τέλος τη διαφορά. Πιστεύω ομάδες όπως η Άρσεναλ, η Τσέλσι και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα δυσκολευτούν λίγο παραπάνω, ώστε να φτάσουν στο επίπεδο της Λίβερπουλ ή της Σίτι. Θα χρειαστούν λίγες παραπάνω πινελιές για να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο. Παρόλα αυτά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Μην ξεχνάμε το παράδειγμα της Λέστερ”.
-Παραμένει η Πρέμιερ Λιγκ το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου ή την έχει ξεπεράσει η Λα Λίγκα;
“Έχει να κάνει και λίγο με θέμα γούστου. Μπορεί κάποιος να γουστάρει τη Ρεάλ Μαδρίτης ή να είναι τρελός με την Μπαρτσελόνα, όπως είμαι εγώ που την παρακολουθώ από τότε που έπαιζε ο Γκουαρντιόλα και ο Στόιτσκοφ. Υπάρχουν και άλλα μεγάλα κλαμπ βέβαια στη Λα Λίγκα. Ωστόσο, αυτός ο ανταγωνισμός που υπάρχει στην Πρέμιερ Λιγκ δεν υπάρχει αλλού. Αν βγάλεις το… δαντελένιο που υπάρχει στη Λα Λίγκα η Πρέμιερ Λιγκ δεν έχει να ζηλέψει κάτι άλλο. Πνευματικά πρέπει να είσαι και τα 90 λεπτά εκεί.
Μπορεί μερικές φορές να μην είναι και το πιο ωραίο, αλλά είναι σίγουρα το πιο ανταγωνιστικό. Και αυτό θέλει ο κόσμος”.
-Για το αν θα μπορούσε ο Λιονέλ Μέσι να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Πρέμιερ Λιγκ αν πήγαινε σε μία ομάδα, όπως είναι η Μάντσεστερ Σίτι;
“Εύκολα! Πολύ εύκολα θα στεκόταν στην Πρέμιερ Λιγκ. Και αυτό είναι κάτι που το έχει δείξει στο Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στις αγγλικές ομάδες. Όσες φορές έχει παίξει απέναντί τους, τους έχει κάνει απίθανα πράγματα! Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό για έναν παίκτη για το που νιώθει πιο όμορφα και που μπορεί να το εκφράσει αυτό μέσα στο γήπεδο. Ο Μέσι γουστάρει να παίζει στην Μπαρτσελόνα και υπάρχει ένα συναισθηματικό δέσιμο. Γι’ αυτό και δεν πάει πουθενά. Και αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω εγώ.
Για εμένα δεν πρέπει να φύγει από εκεί. Η Μπαρτσελόνα εκφράζει τον Μέσι και αυτό βγαίνει στο γήπεδο. Και για εμένα δεν πρέπει να φεύγεις από κάπου αν αισθάνεσαι καλά”.
-Για τον διαφορετικό Μέσι που βλέπουμε στην Μπαρτσελόνα και την εθνική ομάδα της Αργεντινής;
“Εκείνος θέλει να παίξει το ίδιο. Όμως, το σετάρισμα που υπάρχει στην εθνική Αργεντινής είναι τελείως διαφορετικό σε σχέση με εκείνο της Μπαρτσελόνα. Το ποδόσφαιρο που παίζει η Αργεντινή είναι της… αλάνας. Όπως κάνει άλλωστε και η Βραζιλία. Παίζουν όπως παίζαμε εμείς πιτσιρικάδες στο 5χ5 ή στην αλάνα. Καμία σχέση με το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό και η Βραζιλία δέχτηκε επτά γκολ από τη Γερμανία. Αν παίζεις άναρχα θα τιμωρηθείς. Και πιστεύω αν μπορούσε η Γερμανία να βάλει δέκα, τότε θα έβαζε δέκα!
Στις ομάδες μπαίνουν σε διαφορετικά καλούπια. Δεν γίνεται διαφορετικά. Όποιος δεν το κάνει αυτό θα φάει το… κεφάλι του. Στην Αργεντινή όλοι θέλουν να κάνουν το κάτι… παραπάνω γιατί όλοι είναι παιχταράδες. Αλλά δεν είναι ομάδα. Γι’ αυτό βλέπουμε αυτό το πράγμα με την Αργεντινή και τον Μέσι”.
-Κριστιάνο Ρονάλντο ή Λιονέλ Μέσι; Ποιος είναι ο καλύτερος;
“Και πάλι έχει να κάνει με θέμα γούστου. Είναι δύο διαφορετικοί παίκτες, με διαφορετικό στιλ παιχνιδιού. Αλλά θεωρώ πιο καλό παίκτη τον Μέσι. Αυτά που κάνει ο Μέσι δεν μπορεί να τα κάνει με τίποτα ο Κριστιάνο. Ο Κριστιάνο είναι ένα υπέρ- όπλο και έχει πάρει τα πάντα, εκτός από το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά αυτά που κάνει ο Μέσι με την μπάλα στα πόδια του δεν μπορεί να τα κάνει ο Κριστιάνο. Ειδικά στο ένας εναντίον ενός. Κάθε φορά που ο Μέσι παίρνει την μπάλα στα πόδια του σίγουρα κάτι γίνεται. Μπορεί να κάνει πάντα τη διαφορά. Είτε με σουτ, είτε με πάσα. Και δεν το λέω μόνο εγώ αυτό. Αλλά και οι συμπαίκτες του και οι αντίπαλοί του.
Όταν παίκτες όπως ο Ανρί, ο Λάμπαρντ, ο Τζέραρντ, ο Πουγιόλ μιλάνε έτσι για τον Μέσι και τον έχουν δει είτε από κοντά, είτε από μακριά τι κάνει με την μπάλα στα πόδια του, απλά υποκλίνονται. Και όλα αυτά πάνω σε πίεση”.
-Μετά από αυτούς τους δύο, ποιος είναι ο επόμενος μεγάλος σταρ;
“Πιστεύω μετά τον Μέσι και τον Κριστιάνο έρχεται ο Μπαπέ. Είναι το next big thing για εμένα. Είναι ένα κράμα Κριστιάνο, Ανρί, Ανελκά. Ο Αζάρ πλησιάζει λίγο τον Μέσι, απλά με το… δεξί. Ο Μπέιλ δεν ήταν τελικά στο επίπεδό τους. Ο Νεϊμάρ δεν έχει το απαραίτητο mentality για να κάνει τη διαφορά. Πέρα από τον Μπαπέ δεν βλέπω κάτι άλλο. Τουλάχιστον για την ώρα. Υπάρχουν σπουδαίοι παίκτες γενικά, όπως ο Ντε Μπρούιν, αλλά δεν είναι σε αυτό το επίπεδο, όπως ο Μπαπέ ή ο Κριστιάνο με τον Μέσι”.
-Φαινόταν το 2004 ότι ο Κριστιάνο Ρονάλντο θα μπορούσε να φτάσει εδώ που είναι τώρα;
“Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Τότε στην εθνική ομάδα της Πορτογαλίας ξεχώριζαν άλλοι παίκτες. Όπως για παράδειγμα ο Λουίς Φίγκο, ο Ντέκο, ο Ρουί Κόστα. Τι να πει κανείς γι’ αυτούς; Παίκτες… μνημεία! Ο Κριστιάνο τότε ήταν ακόμη ένα παιδί με προοπτική. Γι’ αυτό το λόγο και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον είχε πάρει από τότε. Όμως, σε εκείνη την Πορτογαλία ο Κριστιάνο ήταν στη σκιά αυτών των θρύλων. Επίσης, η Πορτογαλία του τότε δεν έχει καμία σχέση με την Πορτογαλία του σήμερα.
Αλλά σε καμία περίπτωση δεν έδειχνε ο Κριστιάνο τότε ότι θα έχει την εξέλιξη που είχε μέχρι σήμερα. Η διάρκεια τον έκανε σπουδαίο. Ακόμη και τώρα που είναι φτασμένος τον βλέπεις και δουλεύει συνέχεια. Εξελίσσεται. Όπως και ο Μέσι. Γι’ αυτό το λόγο και βγάζουμε το καπέλο και στους δύο. Ο ένας “πιέζει” τον άλλον να γίνει καλύτερος. Όταν ο ένας βάζει δύο γκολ, ο άλλος μετά θέλει να βάλει τρία”.
-Υπάρχει κορεσμός στον αθλητισμό;
“Αν νιώσεις κορεσμό τότε μάλλον είναι η στιγμή που πρέπει να αποσυρθείς ή να αλλάξεις περιβάλλον. Όταν αισθάνεσαι αυτό το συναίσθημα, τότε ένα από τα δύο πρέπει σίγουρα να συμβεί. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να βρεις πάλι κίνητρο και θα γίνεις καλύτερος”.
-Η διάρκεια παίζει μεγάλο ρόλο. Ο Ροναλντίνιο που έκανε απίθανα πράγματα, ενώ δεν είχε διάρκεια θεωρείς ότι έχει μία θέση στο πάνθεον με τους καλύτερους όλων των εποχών;
“Έχει. Δεν ξέρω αν θα τον έβαζα μέσα στους δέκα καλύτερους. Αλλά σίγουρα είναι μέσα στους 20. Δεν είχε τρομερή διάρκεια, όπως ο Μέσι ή ο Κριστιάνο. Αλλά όσο ήταν στην Μπαρτσελόνα είχε μία Χ διάρκεια. Για εμένα ο κορυφαίος όλων, αν δεν είχε τον σοβαρό τραυματισμό του, θα ήταν ο Ρονάλντο. Το φαινόμενο. Τον είχα πάρα πολύ ψηλά.
Ο Ζιντάν ήταν μία κατηγορία μόνος του. Ο Ανρί έκανε απίστευτα πράγματα στην Πρέμιερ Λιγκ με την Άρσεναλ, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τα ίδια με την Μπαρτσελόνα. Ο Ζλάταν τα ίδια. Τόσοι πολλοί και τόσοι καλοί παίκτες, όταν πάνε να κάνουν το κλικ και να βρεθούν στο top of the top δεν έχουν το κάτι παραπάνω. Για παράδειγμα τον Ανρί τον έβλεπες στην Μπαρτσελόνα και νόμιζες ότι δεν… ξέρει μπάλα. Δεν την “χάιδευε” την μπάλα, όπως έκανε στην Άρσεναλ. Κάτι του έλειπε”.
-Αν σου ερχόταν μία πρόταση από Μπαρτσελόνα ή Ρεάλ Μαδρίτης όταν ήσουν στα “ντουζένια” σου που θα πήγαινες;
“Θα πήγαινα σε μία ομάδα που ταιριάζει στη δική μου φιλοσοφία. Και μου δίνει τις περισσότερες ευκαιρίες για να παίξω. Αλλά για εμένα θα ήταν φοβερό να ολοκληρωνόταν το φλερτ που υπήρχε με τη Λίβερπουλ.
Το καλοκαίρι του 2005 ήμουν σε τηλεφωνική επικοινωνία κάθε μέρα με τον Ράφα Μπενίτεθ, ο οποίος μου έλεγε κάθε πρωί ότι το απόγευμα θα στείλουν την επίσημη πρόταση. Μου έλεγε κάθε μέρα επί μία εβδομάδα να προσέχω στην προπόνηση για να μην χτυπήσω πουθενά. Οι μέρες πέρναγαν, αλλά δεν υπήρχε επίσημη πρόταση. Ωστόσο τι γινόταν και δεν ερχόταν ποτέ αυτή η πρόταση; Ο άνθρωπος της Λίβερπουλ που “έτρεχε” τις μεταγραφές ήταν φίλος με τον πρόεδρο της Μπόλτον, ο οποίος τον παρακάλεσε να μην με πάρουν, γιατί κόστιζα μόλις ένα εκατομμύριο λίρες.
Η Μπόλτον ήξερε πως δεν μπορούσε να βρει παίκτη σαν και εμένα με τα ίδια χρήματα. Οπότε ο πρόεδρος της Μπόλτον έπεισε τον άνθρωπο της Λίβερπουλ που “έτρεχε” τις μεταγραφές να μην με πάρουν. Και έτσι χάλασε η μεταγραφή στη Λίβερπουλ. Βέβαια, με αυτό το πάτημα εγώ έκανα μία πολύ καλή ανανέωση συμβολαίου με την Μπόλτον για τα επόμενα τρία χρόνια. Έχω σκεφτεί πολύ φορές πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία αν και εφόσον πήγαινα στη Λίβερπουλ. Ωστόσο, χάρηκα σαν να πήγαινα εγώ εκεί όταν πήρε μεταγραφή στη Λίβερπουλ ο Κυριάκος. Όταν περνάς αυτή την πόρτα, φοράς αυτή τη φανέλα και ακούς το “You ‘ll never walk alone” έχεις ολοκληρωθεί σαν ποδοσφαιριστής.
Πέρα από τη Λίβερπουλ είχα και μία πρόταση από τη Μάντσεστερ Σίτι. Τότε δεν είχε καμία σχέση με την ομάδα που είναι τώρα. Ήταν στα ίδια επίπεδα με την Μπόλτον και εγώ προτίμησα να παραμείνω εκεί”.
-Πως προέκυψε η Χαλ;
“Η Χαλ προέκυψε λίγο αφότου είχα συμπληρώσει πέντε χρόνια στην Μπόλτον. Με τον Μέξον εγώ δεν έπαιζα τόσο πολύ. Δεν είχα χημεία μαζί του. Και όταν έπαιζα και όποτε έπαιζα έβαζα γκολ. Με αποκορύφωμα τα γκολ με Ντέρμπι και Τότεναμ που ήταν τα γκολ στην οποία έσωσαν την ομάδα από τον υποβιβασμό. Και ποια ήταν η ανταμοιβή μου; Γράμμα στο σπίτι μου ότι δεν με χρειάζονται άλλο στην Μπόλτον.
Το ευχαριστώ του Μέξον και της Μπόλτον, που εν μέρει εξέφραζε αυτός ο άνθρωπος, ήταν αυτό το γράμμα. Αυτό το γράμμα έλεγε πως με ευχαριστούν πάρα πολύ για τις υπηρεσίες μου, δεν με χρειάζονται άλλο και μου εύχονται καλή συνέχεια στην καριέρα μου. Δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμα και τώρα αυτή την απόφαση, αλλά προφανώς δεν ήμουν στα πλάνα του. Τον έσωσα και τον ξελάσπωσα με τα δύο μου γκολ. Γκολ που ήταν καθαρό… χρυσάφι και κοστίζουν εκατομμύρια”.
-Ποια είναι η σχέση σου, ακόμη και τώρα, με τον κόσμο της Μπόλτον;
“Σας προτρέπω να έρθετε μία… βόλτα προς το Μπόλτον για να δείτε ακόμη και σήμερα το respect που μου έχουν οι φίλοι της ομάδας. Κάτι που έχουμε ζήσει τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου πολλές φορές εγώ και η οικογένειά μου. Μόλις μπαίνω στο γήπεδο και με βλέπει ο κόσμος μπορεί εύκολα να καταλάβει κάποιος ποια είναι η σχέση μου μαζί του, ακόμη και τώρα”.
-Πόσο διαφορετικοί είναι οι Άγγλοι οπαδοί με τους Έλληνες οπαδούς;
“Πρόκειται για άλλη κουλτούρα. Εμείς είμαστε πιο θερμόαιμοι. Πιο εκφραστικοί. Πιο φωνακλάδες. Χαιρόμαστε και απογοητευόμαστε πολύ εύκολα. Εκεί υπάρχει περισσότερη ισορροπία. Στην Αγγλία ξέρουν να βλέπουν ποδόσφαιρο. Ξέρουν ποδόσφαιρο. Και το δείχνουν ακόμη και στις ήττες της ομάδας τους. Εκτιμούν την προσπάθεια των ποδοσφαιριστών. Δεν αγαπάνε μόνο τη νίκη. Αυτοί δεν είναι έτσι. Δεν παίζει μόνο μία ομάδα στο γήπεδο. Υπάρχει και ο αντίπαλος. Παρόλα αυτά στην Ελλάδα αυτό πολλές φορές το ξεχνάμε”.
-Καλύτερη ατμόσφαιρα έχεις συναντήσει στα αγγλικά ή στα ελληνικά γήπεδα;
“Είναι λίγο ανάμεικτα τα συναισθήματα. Στην Ελλάδα εκτιμάς τις όμορφες στιγμές. Γιατί ζεις μερικές πολύ ωραίες στιγμές. Στιγμές αποθέωσης. Αλλά και άσχημα στιγμές. Όπου σε κάποιους είχαν σπάσει τα αμάξια. Παίκτες, οι οποίοι μπορεί να έχουν δώσει τόση χαρά μπορεί σε ένα κακό αποτέλεσμα για την ομάδα να βρουν το αμάξι τους σπασμένο. Και εκεί σκέφτεσαι ότι ο κόσμος μερικές φορές είναι τόσο ανικανοποίητος. Το να σπάει κανείς το αμάξι ενός παίκτη δεν είναι ωραίο. Δεν βοηθάς έτσι τον παίκτη να παίξει καλύτερα. Εκεί είναι και οι μεγάλες διαφορές κουλτούρας και προσέγγισης που έχουν οι δύο λαοί”.
-Απέχει πολύ η Ελλάδα από το να φτάσει σε αυτό το επίπεδο της Αγγλίας; Από το 2003 μέχρι και το 2020 έχει κάνει κάποια βήματα προς τα μπροστά;
“Απέχουμε πολύ ακόμη. Θεωρώ πως δεν έχει γίνει ούτε ένα βήμα προς τα μπροστά. Μόνο βήματα προς τα πίσω. Και δεν νομίζω ότι μπορούμε να πλησιάσουμε τους Άγγλους. Όλα ξεκινάνε από την παιδεία που έχει ένας λαός. Στην Ελλάδα ο ένας δεν μπορεί να παραδεχτεί την ανωτερότητα του άλλου ή την αξία του άλλου. Όλα γίνονται ρημάδι. Ισοπέδωμα. Εκεί αναγνωρίζεται η αξία. Σε χειροκροτούν γι’ αυτή.
Μερικές εξαιρέσεις υπάρχουν. Αλλά δεν φτάνουν. Όπως για παράδειγμα το pasillo που έκανε ο ΟΦΗ στον Ολυμπιακό. Τέτοιες κινήσεις θα έπρεπε να γίνονται πιο συχνά. Θα έκαναν το ποδόσφαιρό μας πολύ πιο ωραίο”.
-Πως είναι η ζωή μετά το ποδόσφαιρο;
“Το τέλος της καριέρας ενός ποδοσφαιριστή είναι πάντα λίγο περίεργο. Αλλάζει ο τρόπος ζωής. Μία καθημερινότητα 15-20 ετών. Σταματάει ένας τρόπος ζωής, όπου για να μπεις εκεί χρειάζεται θυσίες. Κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει ο απλός κόσμος και ούτε έχουμε την απαίτηση. Παρουσιάζεται μόνο 90λεπτο και πολλοί μένουν εκεί. Θεωρούν ότι για να φτάσεις εκεί είναι κάτι εύκολο ή απλό.
Σταματώντας από την ενεργό δράση και βλέποντας τα πράγματα από μία άλλη οπτική γωνία, βοηθάει πολύ να έχεις ήδη προετοιμάσει το… έδαφος. Και εσύ ο ίδιος να έχεις προετοιμαστεί. Εγώ είμαι τυχερός γιατί, χωρίς να ξέρω στο τελευταίο μου παιχνίδι στην “Τούμπα” με τη Λάρισα τον Ιανουάριο του 2010 δεν ήξερα και δεν περίμενα εκείνη τη στιγμή πως αυτό θα είναι το τελευταίο μου ματς. Έπεσε η ιδέα- πρόταση από τον ΠΣΑΠ να κατέβω για υποψήφιος πρόεδρος. Εν τέλει βγήκα παμψηφεί από τους συναδέλφους για τους εκπροσωπώ σαν πρόεδρος. Όλο αυτό ήταν ένα πολύ ωραίο πρώτο βήμα για να κάνει λίγο πιο… ομαλή την προσγείωση από το σταμάτημα της καριέρας μου.
Αυτό ήταν ένα μεταβατικό στάδιο. Με βοήθησε πάρα πολύ, ώστε να καταλάβω ότι το “big stage” σταματάει κάπου εδώ. Στον ΠΣΑΠ έμεινα για 2,5 χρόνια. Παράλληλα, παρακολουθούσα σχολές προπονητικής. Όπου τελειώνοντας το 2012 ήμουν ήδη σε διαδικασία για το UEFA A και μετά συνέχισα για τα επόμενα δύο χρόνια παίρνοντας το UEFA Pro. Πολλά ταξίδια, επιμόρφωση, σεμινάρια όλα αυτά βοήθησαν να ολοκληρωθεί μία διαδικασία που ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια”.
-Το επόμενο βήμα;
“Έχω ήδη ξεκινήσει την προπονητική μου καριέρα μου. Ήμουν σχεδόν ένα χρόνο στον πάγκο του Πανηλειακού. Αλλά και της Κηφισιάς. Πρόσφατα ήμουν συνεργάτης του Άγγελου Αναστασιάδη στον πάγκο της Εθνικής ομάδας. Κάτι που όμως δεν κράτησε για πολύ καιρό. Ήμουν περίπου 4 με 5 μήνες. Αλλά ακόμα και αυτό το χρονικό διάστημα ήταν αρκετά ωφέλιμο για εμένα προπονητικά. Μιας και με αυτό τον τρόπο ο πιο πολύς κόσμος έμαθε πως ο Γιαννακόπουλος είναι πλέον προπονητής. Όλο αυτό με βοήθησε να δω και να συνεργαστώ με σπουδαίους παίκτες και σπουδαίες προσωπικότητες. Με αποδυτήρια, όπως εγώ τα θυμάμαι. Στο υψηλότερο επίπεδο”.
-Πιο μεγάλη είναι η πίεση που ασκείται στον παίκτη ή στον προπονητή;
“Θεωρώ πως η πίεση που δέχεται ο προπονητής είναι πολλαπλάσια από εκείνη που δέχεται ένας παίκτης. Κάτι που έζησα τόσο στην Εθνική ομάδα, όσο και στις ομάδες που υπήρξα προπονητής πριν πάω στην Εθνική. Υπάρχει η πίεση του αποτελέσματος. Η πίεση να πάει η ομάδα καλά. Και όσο ανεβαίνεις επίπεδο, άλλο τόσο ανεβαίνει και η πίεση που δέχεται ένας προπονητής.
Ο ποδοσφαιριστής έχει και αυτός τη δική του πίεση. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή του προπονητή. Ο προπονητής έχει να διαχειριστεί πολλούς παίκτες, πολλές διαφορετικές προσωπικότητες. Μία ολόκληρη ομάδα”.
-Τα σχέδια για τη νέα σεζόν;
“Πάντα υπάρχουν σχέδια. Αν δεν είσαι φιλόδοξος και δεν έχεις όνειρα ή σχέδια, καλύτερα να κάτσεις σπίτι. Φυσικά και έχω σχέδια. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και για οικογενειακούς, θα φύγουμε όλοι μαζί και θα είμαστε full time για τον επόμενο χρόνο στο σπίτι μας στην Αγγλία. Και για τα παιδιά, λόγω σπουδών, αλλά και για εμένα θεωρώ πως η Αγγλία είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο όσον αφορά το ποδοσφαιρικό κομμάτι, αλλά και το εκπαιδευτικό. Μπορώ να πω πως εμείς είμαστε τυχεροί μιας και έχουμε το σπίτι μας στο Μπόλτον και μας παρέχει όλη αυτή την κατάσταση και μπορούμε να το χαρούμε στο έπακρον”.
-Οπότε στο μυαλό σου είναι η προπονητική στην Αγγλία;
“Ναι. Μάλιστα, έχω κάποιες συνεντεύξεις με κάποιους μεγάλους συλλόγους”.
-Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για έναν Έλληνα που έχει μάθει σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, να πάει στην Αγγλία και να διαπρέψει;
“Πίστεψέ με είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί δεν μιλάμε μόνο 1,5-2 ώρες που θα είσαι στο προπονητικό κέντρο. Μιλάμε για τις υπόλοιπες ώρες που θα είσαι έξω από εκεί. Καλώς ή κακώς εμείς οι Έλληνες έχουμε μάθει να ζούμε με ήλιο και λίγο πιο δίπλα τη θάλασσα. Ζούμε σε ένα ατελείωτο πάρτι. Με το που πατάς το πόδι σου στην Αγγλία αυτό το… πάρτι τελειώνει. Ωστόσο, είναι πολύ διαφορετικό να το συζητάμε εδώ πέρα, πίνοντας καφέ και διαφορετικό να το ζεις. Εκεί θες ψυχολογική στήριξη. Θες αφοσίωση σε αυτό που κάνεις και να συγκεντρωθείς μόνο στη δουλειά σου μέσα στο γήπεδο. Πρέπει να κάνεις focus στο λόγο για τον οποίο πήγες εκεί.
Όλα ξεκινάνε από το μυαλό. Αν έχεις στο μυαλό σου συνέχεια τη δουλειά σου και ότι θα τα καταφέρεις, τότε έχεις κάνει το πρώτο και το πιο σημαντικό βήμα, ώστε να πετύχεις για τον στόχο που έχεις πάει εκεί. Η Ελλάδα θα είναι πάντα εδώ. Δεν θα φύγει. Το ίδιο και οι φίλοι μας. Ούτε αυτοί θα φύγουν. Τους αγαπάμε και μας αγαπάνε. Αλλά όταν έχουμε στόχους, φιλοδοξίες και όνειρα πρέπει να θυσιάσουμε κάποια πράγματα για να πετύχουμε. Αυτό είναι κάτι δύσκολο. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να το κάνουν όλοι. Γι’ αυτό το λόγο και όταν αυτά κάποια στιγμή τελειώνουν και κοιτάξεις πίσω, τότε καταλαβαίνεις πόσο σπουδαίο ήταν αυτό. Τότε καταλαβαίνεις το πραγματικό μεγαλείο”.
-Σκέφτηκες ποτέ όσο ήσουν στην Αγγλία να τα παρατήσεις και να επιστρέψεις στη σιγουριά της Ελλάδας; Ήθελες να είσαι “πρώτος στο χωριό και δεύτερος στην πόλη”;
“Στην αρχή το σκέφτηκα. Στην αρχή μου πέρασε αυτή η φράση από το μυαλό μου. Να είμαι πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη. Ειδικά το πρώτο διάστημα. Όπου η προσαρμογή ήταν πολύ δύσκολη. Αλλά ήταν κάτι που περίμενα και ήξερα ότι θα βρω μπροστά μου. Μάλιστα, είχα μία κουβέντα με τον Νίκο Νταμπίζα τότε που ήταν στη Νιούκαστλ και ήμασταν πολύ καλοί φίλοι και μου είχε δώσει να καταλάβω τι παίζει στην Αγγλία. Μου το είχε πει και ο ίδιος ο Νίκος ότι στην Αγγλία θα δυσκολευτώ.
Ωστόσο, εκεί πέρα ανακάλυψα και έβγαλα έξω ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο του εαυτού μου. Το πείσμα. Ήθελα να διαψεύσω ακόμα και τους λίγους που δεν πίστευαν σε εμένα. Ακόμη και εκείνους που με περίμεναν στη γωνία αν τυχόν αποτύχω. Ειδικά για εκείνους που πίστευαν ότι λόγω σωματοδομής και στιλ παιχνιδιού δεν κατάφερνα να κάνω πολλά. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κίνητρο για εμένα. Και αυτό αντί να με ρίξει ψυχολογικά μου έδωσε την απαραίτητη δύναμη, ώστε να δουλέψω πιο πολύ και να γίνω πιο ογκώδης και πιο δυνατός, πιο γρήγορος, πιο έξυπνος και να γίνω καλύτερος στο παιχνίδι μου, προκειμένου να σταθώ σε αυτό το επίπεδο. Εν τέλει όλο αυτό δούλεψε καλά για εμένα”.
-Έχεις βρει σε κάποιον Έλληνα ποδοσφαιριστή τον “επόμενο Στέλιο Γιαννακόπουλο”;
“Όχι δεν τον έχω βρει. Δεν τον έχω δει ακόμη. Και όσο περνάνε τα χρόνια θεωρώ ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο να υπάρξει. Αλλά για την ώρα δεν τον έχω βρει ή δει κάπου”.
*Ευχαριστούμε το “Οrange Cafe” , που βρίσκεται στην Παροικιά της Πάρου, για τη φιλοξενία του
Κάνε subscibe στο κανάλι μας για να βλέπεις πρώτος αφιερωματικά βίντεο και συνεντεύξεις
Ακολούθησε το sportsking.gr στο Google News για να μαθαίνεις πρώτος τις ειδήσεις των κορυφαίων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων.
Κάνε Like στη νέα μας σελίδα στο Facebook και μάθε πρώτος τα νέα της αγαπημένης σου ομάδας